συγχυτικόν

συγχυτικόν
συγχυτικός
confounding
masc acc sg
συγχυτικός
confounding
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγχυτικός — ή, ό / συγχυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγχέω] αυτός που συγχέει (α. «τί γὰρ ἀναρχίας συγχυτικώτερον», Φίλ. β. «τὸ ψυχρὸν ἁφῆς συγχυτικόν», Πλούτ.) μσν. εκκλ. (για αιρετικό) αυτός που συνέχεε τις δύο φύσεις τού Χριστού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”